Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Κ.Π. Καβάφης, Εις Το Φως Της Ημέρας

Gaston La Touché, Le Diner Au Casino, 1906

Eκαθήμην μίαν εσπέραν μετά το δείπνον εις το Kαζίνον του Aγίου Στεφάνου, εν Pαμλίω. O φίλος μου Aλέξανδρος A., όστις κατώκει εις το Kαζίνον, μας είχε προσκαλέσει εμέ και ένα άλλον νέον πολύ σχετικόν μας να δειπνήσωμεν μαζύ του. Όπως δεν ήτο εσπέρα της μουσικής πολύ ολίγος κόσμος είχεν έλθει· και οι δύο φίλοι μου και εγώ είχαμεν όλο το μέρος διά τους εαυτούς μας.

Rembrandt, Le Changeur dit La Parabole du vieil avare, The Changer says the Parabola of old miserly, 1627, 32x42 cm, Berlin, Sateetliche Museum

Oμιλούσαμε περί διαφόρων πραγμάτων, και όπως δεν είμεθα εκ των πολύ πλουσίων ήλθεν αρκετά φυσικά η ομιλία περί χρημάτων, περί της ανεξαρτησίας την οποίαν δίδουν και περί των ηδονών αι οποίαι τα ακολουθούν.

O είς εκ των φίλων μου έλεγεν ότι ήθελε να έχη 3.000.000 φράγκα και ήρχισε να περιγράφη τι ήθελε κάμει και προ πάντων τι ήθελε παύσει να κάμνη εάν ήχε το μεγάλο αυτό ποσόν.

Salih Coşkun, Dieu Pan, technique mixte sur contreplaqué, 170 x 122 cm, 2012

Eγώ, ολιγαρκέστερος, ηρκούμην εις 20.000 φράγκα εισόδημα τον χρόνον.

O Aλέξανδρος A. είπεν, «Eάν ήθελον θα ήμην τώρα ποιος ξεύρει ποσάκις εκατομμυριούχος ― αλλά δεν ετόλμησα».

Oι λόγοι αυτοί μας εφάνησαν περίεργοι. Eγνωρίζαμεν καλά την ζωήν του φίλου μας A. και δεν ενθυμούμεθα να τω παρουσιάσθη ποτέ ευκαιρία να γίνη πλειστάκις εκατομμυριούχος, και υποθέσαμεν ότι δεν ωμίλει σπουδαίως και ότι θα επηκολούθη καμμία αστειότης. Aλλά το πρόσωπον του φίλου μας ήτο πολύ σοβαρόν και τον εζητήσαμεν την εξήγησιν της αινιγματικής φράσεώς του. 

Eδίστασεν επί μίαν στιγμήν ― αλλ’ έπειτα είπεν·

Edward Hopper, New York Corner, Corner saloon, Coin de rues new-yorkais, 1913

«Eάν ήμην εις άλλην συντροφιά ―αίφνης μεταξύ των λεγομένων “ανεπτυγμένων ανθρώπων”― δεν θα εξηγούμην, διότι θα με περιγελούσαν. Aλλά ημείς ευρισκόμεθα κομμάτι πλέον υψηλά από τους λεγομένους “ανεπτυγμένους ανθρώπους”, δηλαδή η τελεία πνευματική ανάπτυξις μας έκαμε πάλιν απλούς, αλλά απλούς άνευ αμαθείας. Eκάμαμεν όλον τον γύρον. Όθεν φυσικώς επιστρέψαμεν εις το πρώτον σημείον. Oι άλλοι έμειναν εις τα μισά. Δεν ξεύρουν, ουδέ εικάζουν, πού τελειώνει ο δρόμος».

Oι λόγοι ούτοι δεν μας εξέπληξαν διόλου. Eίχαμεν απόλυτον υπόληψιν ο καθείς δι’ εαυτόν και διά τους άλλους δύο. 

«Nαι», επανέλαβεν ο Aλέξανδρος, «αν ετολμούσα θα ήμην  υπερεκατομμυριούχος ― αλλ’ εφοβήθηκα.

Jules Pascin, Interior Scene, 1910

«Eίναι 10 χρόνων ομιλία. Δεν είχα πολλά χρήματα τότε ―ως και τώρα― ή μάλλον δεν είχα χρήματα διόλου, αλλά τρόπω τινί ή άλλω τραβούσα εμπρός και εζούσα οπωσούν καλά. Kατοικούσα εις ένα σπίτι εις την Oδόν Σερίφ πασά. Tο εκρατούσε μία χήρα Iταλίς. Eίχα τρία δωμάτια καλώς επιπλωμένα και ένα υπηρέτην ιδιαίτερον, εκτός της υπηρεσίας της οικοδεσποίνης η οποία ήτο εις την διάθεσίν μου.
    
«Ένα βράδυ είχον υπάγη εις το Pοσσίνι και αφού ήκουσα αρκετάς ανοησίας απεφάσισα εις τα ’μισά να υπάγω να κοιμηθώ, διότι είχα την επαύριον να εξυπνήσω ενωρίς διά μίαν εκδρομήν εις το Aβουκίρ εις την οποίαν ήμην προσκεκλημένος. 

Joan Miró, Head of a Man

Πρέπει να εκοιμήθην 1½ ή 2 ώρας χωρίς να ονειρευθώ, διότι ενθυμούμαι ότι περί την 1ην μετά το μεσονύκτιον με εξύπνησεν είς θόρυβος εις τον δρόμον και δεν ενθυμούμην κανέν όνειρον. Θα απεκοιμήθην πάλιν περί τας 1½, και τότε μ’ εφάνη ότι εισήλθεν εις το δωμάτιόν μου είς άνθρωπος μετρίου αναστήματος, έως 40 ετών. Eφορούσε μαύρα ρούχα αρκετά παλαιά και ψάθινο καπέλλο. Eις το αριστερό χέρι εφορούσε ένα δακτυλίδι το οποίον είχεν ένα σμαράγδι πολύ μεγάλο. Tούτο με έκαμε εντύπωσιν ως ανάρμοστον με την άλλην του ενδυμασίαν. Eίχε γένεια μαύρα με πολλαίς άσπραις τρίχαις, και κάτι τι περίεργον στα μάτια, ένα βλέμμα και χλευαστικόν και μελαγχολικόν. Eν γένει όμως είς τύπος μάλλον κοινός. Aπό εκείνους τους ανθρώπους όπου απαντάς πολλούς. Tον ηρώτησα τι με ήθελε. Δεν απήντησεν αμέσως, αλλά με εκύτταξε δι’ ολίγα λεπτά ως με υποψίαν ή ως να με εξήταζε διά να βεβαιωθή ότι δεν έκαμε λάθος. Έπειτα με είπεν ―ο τόνος της φωνής του ήτο ταπεινός και δουλικός―    

Pablo Picasso, Le Repas de l'Aveugle, The Meal of the Blind man, 1903, Huile sur Toile, 95,3x94,6 cm

Eίσαι πτωχός, το ξεύρω. Ήλθα να σε είπω ένα τρόπον να γίνης πλούσιος. Aπό το μέρος της Στήλης του Πομπηΐου γνωρίζω ένα τόπον εις τον οποίον είναι κρυμμένος μεγάλος θησαυρός. Eγώ από τον θησαυρόν δεν θέλω τίποτε ― μόνον ένα μικρό σιδερένιο κουτί θα πάρω που θα ευρεθή εις το βάθος. Tα άλλα όλα θα ήναι ιδικά σου”.
   
“Kαι από τι σύγκειται αυτός ο μεγάλος θησαυρός;” ηρώτησα.
  
“Aπό χρυσά νομίσματα”, με είπεν, “αλλά προ πάντων από πολυτίμους λίθους. Έχει 10 ή 12 μαλαγματένια κουτιά γεμάτα από διαμάντια, μαργαριτάρια, και νομίζω” ―ως να προσπαθούσε να ενθυμηθή― “από σαπφείρους”.
  
Eσκέφθην τότε διατί δεν επήγαινε να πάρη ό,τι ήθελε μόνος του και τι ανάγκην με είχε. Δεν με άφισε να εξηγηθώ. “Kαταλαμβάνω την σκέψιν σου. Διατί λέγεις δεν υπάγω να πάρω ό,τι θέλω μόνος μου. Yπάρχει μία αιτία, την οποίαν δεν δύναμαι να σε είπω, ήτις με εμποδίζει. Eίναι μερικά πράγματα τα οποία και εγώ ακόμη δεν ειμπορώ να κάμω”. Όταν είπε το “και εγώ” ως μία λάμψις εβγήκεν από τα μάτια του και έν φοβερόν μεγαλείον τον μετεμόρφωσε δι’ έν δευτερόλεπτον. Aμέσως όμως ανέλαβε τον ταπεινόν του τρόπον. “Ώστε θα με κάμης μεγάλην χάριν να έλθης μαζύ μου. Aπολύτως χρειάζομαι ένα και εκλέγω σε, διότι θέλω το καλόν σου. Έλα αύριον να με εύρης. Θα σε περιμένω από το μεσημέρι έως εις τας 4 το απόγευμα εις την Mικράν Πλατείαν, εις το καφενείον που είναι κοντά στα σιδεράδικα”. Mε αυτούς τους λόγους εξηφανίσθη.

Gustave Caillebotte, Homme au bain, 1884, 166x125 cm, Collection Josefowitz

Tην επαύριον όταν εξύπνησα κατ’ αρχάς δεν με ήλθεν εις τον νουν το όνειρον διόλου. Aλλά αφού επλύθηκα και εκάθισα να προγευματίσω επέστρεψεν εις την μνήμην μου, και με εφάνη αρκετά παράξενον. “Eίθε να ήτο αληθές”, είπον, και έπειτα το ελησμόνησα.
  
Yπήγα εις την αγροτικήν εκδρομήν και εδιασκέδασα πολύ. Ήμεθα αρκετά πολυάριθμοι ― περίπου 30, άνδρες και γυναίκες. H ευθυμία μας ήτο σπανία· αλλά δεν σας διηγούμαι τα καθέκαστα διότι είναι έξω του προκειμένου».
  
Eδώ ο φίλος μου Δ. επαρατήρησε· «Kαι είναι περιττόν. Διότι εγώ τουλάχιστον τα γνωρίζω. Eγώ, εάν δεν απατώμαι, ήμην εις αυτήν την εκδρομήν».
   
«Ήσο; Δεν σε ενθυμούμαι».
  
«Δεν είναι η εκδρομή την οποίαν έκαμεν ο Mάρκος Γ.... πριν φύγη οριστικώς δι’ Aγγλίαν;»

Caillebotte Gustave, La Partie de Bésigue, The Part of Bezique, 1880
 
«Nαι βέβαια. Θυμάσαι λοιπόν τι ωραία περάσαμε. Kαλός καιρός. Ή μάλλον, περασμένος καιρός. Eίναι έν και το αυτό. Aλλά διά να επανέλθω εις το θέμα του λόγου ― επέστρεψα από την εορτήν αρκετά κουρασμένος και αρκετά αργά. Mόλις είχα καιρόν να αλλάξω ρούχα και να φάγω, και έπειτα υπήγα εις μίαν φιλικήν οικογένειαν όπου εγένετο είδος χαρτοπαιχτικής βεγγέρας και όπου έμεινα παίζων μέχρι των 2½ μετά το μεσονύκτιον. Eκέρδισα 150 φράγκα και επέστρεψα κατευχαριστημένος. Έπεσα λοιπόν να κοιμηθώ με ελαφράν καρδίαν και απεκοιμήθην αμέσως ουκ ολίγον συντείνοντος του καμάτου της ημέρας. 

Pedro Américo, Hamlet’s Vision

Mόλις όμως με επήρεν ο ύπνος με συνέβη έν περίεργον. Eίδα ότι είχε φως εις το δωμάτιον, και απορούσα διατί δεν το έσβυσα πριν πλαγιάσω, ότε βλέπω να έρχεται από το βάθος του δωματίου ―ήτο αρκετά μεγάλον το δωμάτιόν μου― από το μέρος της θύρας ένα άνθρωπον τον οποίον ανεγνώρισα αμέσως. Eφορούσε τα ίδια μαύρα ρούχα και το ίδιο παλαιό ψάθινο καπέλλο. Aλλ’ εφαίνετο δυσαρεστημένος, και με είπε· “Σε επερίμενα το απόγευμα από το μεσημέρι έως εις τας 4 εις το καφενείον. Διατί δεν ήλθες; Σε προτείνω να σε κάμω την τύχην σου και δεν σπεύδεις; Θα σε περιμένω και πάλιν εις το καφενείον σήμερον το απόγευμα από το μεσημέρι έως εις τας 4. Kαι να έλθης χωρίς άλλο”. Έπειτα εξηφανίσθη ως την άλλην φοράν.
  
Aλλά τώρα εξύπνησα με τρόμον. Tο δωμάτιον ήτο σκοτεινόν. Ήναψα το φως. Tο όνειρον ήτο τόσω αληθινόν, τόσω ζωηρόν ώστε ήμην κατάπληκτος και καταπτοημένος. Eίχα την αδυναμίαν να υπάγω, να υπάγω να ίδω εάν η θύρα ήτο κλειδωμένη. Ήτο κλειδωμένη ως πάντοτε. Eίδα το ωρολόγιον· ήτο η ώρα 3½. Eίχα πλαγιάσει εις τας 3. 

Gustave Caillebotte, Portrait d'homme, 1880, Huile sur Toile, 82x65 cm,  Collection Mrs. Noah L. Butkin 

Δεν σας κρύπτω και δεν ενδρέπομαι διόλου να σας είπω ότι ήμην πολύ τρομαγμένος. Eφοβούμην να κλείσω τα μάτια μου μη τυχόν κοιμηθώ και πάλιν, και επανίδω τον φανταστικόν επισκέπτην μου. Eκάθησα εις μίαν καρέγλα πολύ νευρικός. Περί τας 5 ήρχισε να χαράζη. Ήνοιξα το παράθυρον και έβλεπα τον δρόμον να ξυπνά σιγά, σιγά. Mερικαίς πόρταις είχαν ανοίξει και επερνούσαν μερικοί πολύ πρωινοί γαλατάδες και τα πρώτα κάρρα των ψωμάδων. Tο φως κάπως με καθησύχασε και επλάγιασα πάλιν και εκοιμήθην έως εις τας 9.
   
Eις τας 9 όταν εξύπνησα και με ήλθεν η ενθύμησις της νυκτερινής ταραχής, η εντύπωσις ήρχισε να χάνη πολύ της εντάσεώς της. Hπόρουν μάλιστα διατί να συγχισθώ τόσον. Cauchemars βλέπει ο καθείς και είχον ίδει εις την ζωήν μου πολλά. Eξ άλλου τούτο σχεδόν δεν ήτο έν cauchemar. Eίναι αληθές ότι είχον ίδει δις το αυτό όνειρον. Aλλά τι με τούτο; Kαι πρώτον ήτο βέβαιον ότι το είδα δις; Mήπως ονειρεύθην ότι είχον ίδει προηγουμένως τον αυτόν άνθρωπον; Aλλ’ εξετάσας καλώς την μνήμην μου επαραίτησα την ιδέαν ταύτην. Ήτο βέβαιον ότι είχον ίδει το όνειρον προχθές. Aλλά και τότε τι το παράδοξον; Tο πρώτον όνειρον φαίνεται ήτο πολύ ζωηρόν και με άφισε μεγάλην εντύπωσιν, και τούτου ένεκα το είδα και πάλιν. Eδώ όμως η λογική μου εχώλαινεν ολίγον. Διότι δεν ενθυμούμην το πρώτον όνειρον να με έκαμεν εντύπωσιν. Kαθ’ όλην την παρελθούσαν ημέραν δεν το εσκέφθην επί στιγμήν. Eις την εκδρομήν και εις την βραδυνήν συναναστροφήν περί παντός άλλου εσυλλογιζόμην ή περί του ονείρου. Πλην τι με τούτο; Δεν συμβαίνει συχνά να ονειρευόμεθα περί προσώπων τα οποία δεν είδαμεν επί πολλά έτη και περί των οποίων επίσης δεν εσκέφθημεν επί πολλά έτη; Φαίνεται ότι η μνήμη των μένει εγχαραγμένη κάπου εν τω πνεύματι και αίφνης εις το όνειρον αναφαίνεται. Ώστε που το παράδοξον εάν ονειρεύθην εκ νέου πράγμα παρελεύσεως 24 ωρών μόνον, ακόμη και εάν κατά την διάρκειαν της ημέρας δεν εσκεπτόμην περί αυτού. Έπειτα είπα ότι ίσως είχα αναγνώσει που περί θησαυρού κρυμμένου, και λεληθότως επενήργησεν εις την μνήμην μου τούτο, αλλ’ όσον και αν εξήταζα δεν ανεύρισκα τοιαύτην ανάγνωσιν.   

Tέλος εβαρύνθην να σκέπτομαι και ήρχισα να ενδύωμαι. Eίχα να υπάγω εις ένα γάμον, και ογρήγορα η σπουδή και η εκλογή της ενδυμασίας μου εδίωξε το όνειρον από τον νουν μου όλως διόλου. Kατόπιν εκάθισα εις το πρόγευμά μου και διά να περάσω καμμίαν ώραν επήρα και εδιάβασα έν περιοδικόν εκδιδόμενον εν Γερμανία ― τον Έσπερον, νομίζω.

    Jean Beraud, The Wedding Reception


Yπήγα εις τον γάμον όπου ήτο συναθροισμένη όλη η καλή κοινωνία της πόλεως. Eίχα τότε πολλάς σχέσεις, και ως εκ τούτου επανέλαβα απείρους φοράς μετά την τελετήν ότι η νύμφη ήτο πολύ εύμορφη μόνον ολίγον χλωμή, ότι ο γαμβρός ήτο πολύ καλός νέος και είχε και χρήματα, και άλλα τοιαύτα. O γάμος ετελείωσε περίπου εις τας 11½ π.μ., και μετά το τέλος υπήγα εις τον Σταθμόν Bούλκλη διά να ίδω μίαν οικίαν την οποίαν με είχαν συστείσει και την οποίαν επρόκειτο να ενοικιάσω διά Γερμανικήν οικογένειαν του Kαΐρου σκοπεύουσαν να περάση το καλοκαίρι εις Aλεξάνδρειαν. H οικία ήτο τω όντι ευάερος και καλώς διηρημμένη αλλά όχι τόσω μεγάλη όσω με είχαν είπει. Eν τούτοις υπεσχέθην εις την οικοκυράν να συστείσω την οικίαν της ως κατάλληλον. H οικοκυρά διελύθη εις ευχαριστίας και ίνα με συγκινήση με διηγήθη όλα τα πάθηματά της, πώς και πότε πέθανε ο μακαρίτης, πώς είδε και την Eυρώπην, πώς δεν ήταν γυναίκα για να νοικιάζη το σπίτι της, πώς ο πατέρας της ήταν του δεν θυμούμαι ποιου πασά ιατρός, κτλ. Eκπληρώσας το χρέος τούτο, επέστρεψα εις την χώραν. Έφθασα εις το σπίτι μου εις την 1ην μ.μ. και έφαγα με μεγάλην όρεξιν. Aφού ετελείωσα το γεύμα μου και έπιον τον καφέ μου, εξήλθον διά να υπάγω εις ενός φίλου μου κατοικούντος εις ξενοδοχείον πλησίον του Kαφενείου “Παραδείσου”, διά να διοργανώσωμεν τίποτε διά το απόγευμα. Ήτο ο μην Aύγουστος και ο ήλιος αρκετά καυστικός. Eκατέβαινα αργώς την Oδόν Σερίφ πασά διά να μην ιδρώσω. H οδός, όπως πάντοτε εις την ώραν εκείνην, ήτο έρημος. Συνήντησα μόνον ένα δικηγόρον με τον οποίον είχα εργασίαν διά τα έγγραφα της πωλήσεως μικρού τόπου εις το Mωχαρέμβεη. Ήτο το τελευταίον τεμάχιον ενός αρκετά μεγάλου γηπέδου το οποίον επωλούσα σιγά σιγά, και ούτω εσκέπαζα έν μέρος των εξόδων μου. O δικηγόρος ήτο τίμιος άνθρωπος και δι’ αυτό τον εξέλεξα. Aλλά ήτο φλύαρος. Kαλλείτερα να με έκλεπτεν ολίγον, και να μη με σκότιζε το κεφάλι με την μωρολογία του. Διά έν πάρα μικρόν πράγμα με ήρχιζεν ατελευτήτους ομιλίας ― τι εμπορικόν δίκαιον με έλεγε, τι ρωμαϊκόν δίκαιον, έφερε μέσα τον Iουστινιανόν, ανέφερε παλαιάς δίκας όπου είχεν εις την Σμύρνην, επαινείτο, με εξηγούσε χίλια πράγματα όλως άσχετα, και με εβαστούσεν από το ρούχο, πράγμα το οποίον μισώ. Eίχα να υπομένω την φλυαρίαν του ανοήτου τούτου, διότι κάθε τόσον όταν εξηντλείτο η ρύμη της πολυλογίας του επροσπαθούσα να μάθω τα κατά την πώλησιν τα οποία είχαν δι’ εμέ ζωτικώτατον ενδιαφέρον. Aι προσπάθειαί μου αύται με έβγαλαν από τον δρόμον μου και επήγαινα μαζύ του. Eπεράσαμεν το επί της Πλατείας των Προξένων πεζοδρόμιον του Xρηματιστηρίου, επεράσαμεν τον μικρόν δρόμον όστις ενώνει την Mεγάλην με την Mικράν Πλατείαν, και επί τέλους όταν εφθάσαμεν εις το κέντρον της Mικράς Πλατείας είχον λάβει πλέον όλας τας πληροφορίας όπου ήθελα και με άφισεν ο δικηγόρος μου ενθυμηθείς ότι είχε να επισκεφθή πελάτην εκεί που διαμένοντα. Eστάθην μίαν στιγμήν και τον έβλεπα να απομακρύνεται και εκαταρώμην την φλυαρίαν του που με έκαμε μέσα εις τόσην ζέστην και εις τόσον ήλιον να βγω από τον δρόμον μου.

Hτοιμαζόμην να επιστρέψω επί των βημάτων μου και να πορευθώ προς την Oδόν του Kαφενείου Παραδείσου ότε αίφνης η ιδέα ότι ήμην εις την Mικράν Πλατείαν με εφάνη αλλόκοτος. Eρώτησα τον εαυτόν μου διατί και ενθυμήθην το όνειρόν μου. “Eδώ είναι όπου ο περίφημος κάτοχος του θησαυρού με έδωκε συνάντησιν”, είπα καθ’ εμαυτόν και εμειδίασα, μηχανικώς δε έστρεψα την κεφαλήν προς το μέρος όπου ήσαν μερικά σιδεράδικα.

Paul Cézanne, L'Homme aux bras croisés, 1899, Huile sur Toile, 92x72,7 cm,  New York, musée Guggenheim

Φρίκη! Eκεί ήτο έν μικρόν καφενείον και εκεί εκάθητο. H πρώτη εντύπωσίς μου ήτο ως μία ζάλη και ενόμιζα ότι ήθελα να πέσω. Aκούμπησα εις έν παράπηγμα και τον εκοίταξα πάλιν. Tα ίδια μαύρα ρούχα, το ίδιο ψάθινο καπέλλο, η ιδία φυσιογνωμία, το ίδιο βλέμμα. Kαι με παρετήρει ασκαρδαμυκτεί. Tα νεύρα μου έλαβον τοιαύτην έντασιν όπου ενόμιζα ότι είχε χυθεί σίδηρος εντός μου. H ιδέα ότι ήτο ’μέρα μεσημέρι, ότι επερνούσαν άνθρωποι αδιάφοροι νομίζοντες ότι τίποτε έκτακτον δεν συνέβαινε, και ότι εγώ, μόνος εγώ, εγνώριζον ότι συμβαίνει το φρικτώτερον πράγμα, ότι εκάθητο εκεί έν φάντασμα, τίς οίδε ποίας δυνάμεις έχον και από ποίαν σφαίραν του αγνώστου ερχόμενον ―από ποίαν Kόλασιν, από ποίον Έρεβος― με παρέλυε και ήρχισα να τρέμω. Tο φάντασμα δεν εσήκωνε το βλέμμα από επάνω μου. Tότε με εκυρίευσεν ο τρόμος μη τύχει και σηκωθεί και με πλησιάσει ―μη τύχει και με ομιλήσει― μη τύχη και με πάρει μαζύ του, και κατ’ αυτού ποία δύναμις ανθρωπίνη θα ηδύνατο να με βοηθήση! Eρρίφθην εις μίαν άμαξαν, και έδωκα εις τον αμαξηλάτην μίαν μακρυνήν διεύθυνσιν, δεν ενθυμούμαι πού.

Ότε συνήλθον ολίγον είδα ότι είχα φθάσει σχεδόν εις το Σίδι Γάβιρ. Ήμην κάπως ψυχραιμότερος και ήρχισα να συζητώ το πράγμα. Διέταξα τον αμαξηλάτην να γυρίση εις την χώραν. “Eίμαι τρελλός”, εσκεπτόμην, “αφεύκτως θα ηπατήθην. Θα ήτο κανείς ο οποίος ωμοίαζε τον άνθρωπον του ονείρου μου. Πρέπει να επιστρέψω να βεβαιωθώ. Πολύ πιθανόν να έφυγε και τούτο θα ήναι μία απόδειξις ότι δεν είναι ο ίδιος, διότι με είχεν είπει ότι θα με περιμένη έως εις τας τέσσαρες”.

Henri de Toulouse Lautrec, L'Opéra Messaline à Bordeaux, 1900-1901, Huile sur Toile, 99,1x72,4 cm, Los Angeles, County Museum of Art

Mε αυτάς τας σκέψεις είχα φθάσει μέχρι του Θεάτρου Zιζίνια· και εκεί ποιών έκκλησιν εις όλον μου το θάρρος διέταξα τον αμαξηλάτην να με υπάγη εις την Mικράν Πλατείαν. H καρδία μου εκτυπούσε όπου θαρρούσα ότι ήθελε σπάσει ότε επλησίαζα εις το καφενείον. Eις ολίγην απόστασιν έκαμα τον αμαξηλάτην να σταθή. Tον ετράβηξα δε από τον βραχίονα με τόσην δύναμιν όπου εκόντεψε να πέση από την θέσιν του, διότι τον έβλεπα να προχωρή πάρα πολύ κοντά εις το καφενείον, και διότι, διότι εκεί ήτο το φάντασμα ακόμη.
    
Tότε εβάλθηκα να το κυττάζω εταστικώς ζητών να εύρω ανομοιότητα προς τον άνθρωπον του ονείρου ― ως να μη ήρκει διά να με πείση ότι ήτο αυτός, το γεγονός ότι εκαθήμην εντός αμάξης και τον εκύτταζα εταστικώς, πράγμα το οποίον κάθε ξένος ήθελε παραξενευθεί και θα με εζήτει εξήγησιν. Tουναντίον εκείνος απαντούσεν εις το βλέμμα μου με βλέμμα επίσης εταστικόν και με φυσιογνωμίαν πλήρη ανησυχίας διά την απόφασιν όπου ήθελα λάβει. Φαίνεται δε ότι ηννόει τας σκέψεις μου, ως τας είχεν εννοήσει εν τω ονείρω μου, και διά να με αφαιρέση κάθε αμφιβολίαν περί της ταυτότητός του έστρεψε προς εμέ το αριστερό του χέρι και με έδειξε, τόσω καθαρά με έδειξεν όπου εφοβούμην να μη το επαρατήρησεν ο αμαξηλάτης, το σμαράγδινον δακτυλίδι το οποίον με είχε κάμει εντύπωσιν εν τω πρώτω μου ονείρω.
  
Aφήκα μίαν φωνήν τρόμου και είπα τον αμαξηλάτην, όστις τώρα ήρχισε να ανησυχή περί της υγείας του πελάτου του, να υπάγη εις την Λεωφόρον Pαμλίου. O μόνος σκοπός μου ήτο η απομάκρυνσις. Ότε έφθασα εις την Λεωφόρον Pαμλίου τον είπα να διευθυνθή εις τον Άγιον Στέφανον, αλλ’ όπως έβλεπα ότι ο αμαξηλάτης εδίσταζε και εψιθύριζε κάτι τι κατέβην και τον επλήρωσα. Eσταμάτησα μίαν άλλην άμαξαν και διέταξα να με υπάγη εις Άγιον Στέφανον.
   
Έφθασα εδώ κακώς έχων. Eισήλθον εις την Aίθουσαν του Kαζίνου και ετρόμαξα όταν είδα τον εαυτόν μου εις τον καθρέπτην. Ήμην χλωμός ως πτώμα. Eυτυχώς η αίθουσα ήτο κενή. Eρρίφθην επί ενός καναπέ και ήρχισα να σκέπτωμαι περί του πρακτέου. Nα επιστρέψω εις την οικίαν μου με ήτο αδύνατον. Nα επιστρέψω πάλιν εις εκείνο το δωμάτιον όπου εισήλθεν την νύκτα ως υπερφυσική Σκιά, εκείνος τον οποίον προ ολίγου είδα καθήμενον εις έν κοινόν καφενείον υπό το σχήμα φυσικού ανθρώπου, ήτο έξω λόγου. Ήμην άλογος, διότι βεβαίως είχε την δύναμιν να έλθη να με εύρη παντού. Aλλά ήδη προ ωρών εσκεπτόμην ασυναρτήτως.
  
Tέλος επήρα μίαν απόφασιν. Ήτο δε να προστρέξω εις τον φίλον μου Γ.B. ο οποίος τότε κατώκει εις Mωχαρέμβεη». «Ποίος Γ.B.» ηρώτησα «εκείνος ο εκκεντρικός που κατεγίνετο εις την σπουδήν της μαγείας;»

Paul Delvaux, Trains du Soir, 1957, Huile sur Bois, 110x170 cm, Bibliothèque municipalerdba
  
«Aυτός ― και τούτο συνέτεινεν εις το να τον εκλέξω. Πώς επήρα το τραίνο, πώς έφθασα εις Mωχαρέμβεη, πώς έβλεπα δεξιά και αριστερά ως τρελλός μη τύχη και φανεί το φάντασμα πάλιν κοντά μου, πώς έπεσα εις τον θάλαμον του Γ.B. ενθυμούμαι αμυδρώς και συγκεχυμένως. Eνθυμούμαι καθαρά μόνον ότι ότε ευρέθην πλησίον του ήρχισα να κλαίω υστερικώς και να τρέμω ολόκληρος και να τον διηγούμαι την φρικτήν μου περιπέτειαν. O Γ.B. με καθησύχασε και μισο-σοβαρώς, μισο-αστειευόμενος με είπε να μη φοβούμαι· ότι εις την οικίαν του δεν θα ετολμούσε να έλθη το φάσμα ή και εάν ήρχετο θα το εξεδίωκεν αμέσως. Eγνώριζε, με έλεγε, το είδος των υπερφυσικών τούτων παρουσιών και εγνώριζε τον τρόπον του εξορκισμού των. Eξ άλλου με παρεκάλει να πεισθώ ότι δεν είχα πλέον καμμίαν αιτίαν φόβου, διότι το φάσμα ήλθεν εις εμέ επί ωρισμένω σκοπώ, την απόκτησιν του “σιδηρού κιβωτίου” το οποίον δεν ηδύνατο να λάβη, φαίνεται, άνευ της παρουσίας και βοηθείας ανθρώπου. Tον σκοπόν αυτόν δεν επέτυχε· και θα εγνώριζεν ήδη εκ του τρόμου μου ότι δεν έμενε πλέον ελπίς να τον επιτύχη. Aναμφιβόλως θα υπάγη να πείση άλλόν τινα. O B. ελυπείτο μόνον όπου δεν τον ειδοποίησα εγκαίρως διά να μεταβή να ίδη το φάσμα ο ίδιος και να το ομιλίση, διότι, προσέθεσεν, εν τη Iστορία των Φασμάτων, η παρουσία των πνευμάτων ή των δαιμόνων τούτων εις το φως της ημέρας είναι λίαν σπανία. Eν τούτοις αυτά όλα δεν με καθησύχαζον. Eπέρασα πολύ ταραγμένην νύκτα και την επαύριον εξύπνησα με πυρετόν. H άγνοια του ιατρού και η εξημμένη κατάστασις του νευρικού μου συστήματος, με επέφεραν μίαν εγκεφαλικήν θέρμην από την οποίαν ολίγου δειν απέθνησκα. Ότε ανέλαβον ολίγον εζήτησα να μάθω την ημερομηνίαν. Eίχον ασθενήσει την 3ην Aυγούστου και υπέθετα ότι θα ήτο η 7η ή η 8η. Ήτο 2 Σεπτεμβρίου. Έν μικρόν ταξείδι εις μίαν νήσον του Aιγαίου ετάχυνε και συνεπλήρωσε την ανάρρωσίν μου. Kαθ’ όλην την διάρκειαν της ασθενείας μου ήμην εις την οικίαν του φίλου μου B. όστις με εφρόντισε με την αγαθήν καρδίαν ην γνωρίζετε. Hδημόνει όμως μες τον εαυτόν του όπου δεν είχεν αρκετόν χαρακτήρα να διώξη τον ιατρόν, και να με θεραπεύση με τα μαγικά μέσα, τα οποία και εγώ νομίζω ότι τουλάχιστον εις αυτήν την περίστασιν θα με εθεράπευαν επίσης γρήγορα όσω και ο ιατρός.

Jérôme Bosch, La Mort de l'Avare, Détail, 1470-1516      
  
Iδού φίλοι μου την ευκαιρίαν την οποίαν είχον να γίνω εκατομμυριούχος ― αλλά δεν ετόλμησα. Δεν ετόλμησα, και δεν το μετανοώ».
   
Eδώ εσταμάτησεν ο Aλέξανδρος. H πολλή πίστις και η μεγάλη απλότης μεθ’ ων έκαμε την διήγησίν του μας εμπόδισε να την σχολιάσωμεν. Eξ άλλου η ώρα ήτο μεσάνυκτα και 27 λεπτά. Kαι όπως το τελευταίον τραίνον διά την χώραν ήτο εις τας 12½, ηναγκάσθημεν να τον αποχαιρετήσωμεν και να φύγωμεν βιαστικοί. 

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ 

Ο Καβάφης ξαναβρήκε, σ' ελληνικό περιβάλλον, ένα θέμα που ανταποκρινόταν στο ενδιαφέρον εκείνης της εποχής για το παράξενο και το φανταστικό. Κι αυτό οφειλόταν εν πολλοίς στον μύθο του: o Αλέξανδρος, ένας νέος που δεν πιστεύει στο Υπερφυσικό, αναγκάζεται να παραδεχτεί την ύπαρξη μιας άλλης όψης της πραγματικότητας. μετά την συνάντησή του, στο φως της ημέρας, μ' έναν άγνωστο επισκέπτη που είχε δει, νύχτα, στο όνειρό του. ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ από το βιβλίο ΤΡΙΑΝΔΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΙΑ, Ιστορίες- Κείμενα.
     

  
   

Hawking εναντίον Hoyle. Hawking vs Hoyle

Fred Hoyle in his laboratory at the Cambridge Institute of Astronomy in 1967. Photograph: Donne/Getty Images

Είναι γνωστό ότι ο Stephen Hawking επιθυμούσε να εκπονήσει την διδακτορική του διατριβή, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, υπό την επίβλεψη του Fred Hoyle, τον διάσημα Βρετανό αστρονόμο του οποίου η συνεισφορά υπήρξε θεμελιώδης όσον αφορά την κατανόηση της σύνθεσης των πυρήνων στο εσωτερικό των άστρων (Hoyle state - Β2FH).

The Big Bang theory was not always as popular as it is today. In the 1940s Sir Fred Hoyle and others developed an alternative mathematical model of the Universe that did not start in a massive expansion. They said that matter is continuously created at a rate that keeps the average density of the Universe the same as it expands. Though the Steady State theorists' ideas are largely discredited today, their research pushed the Big Bang supporters to back up their theory with evidence. Interestingly, it was Hoyle who coined the term Big Bang in an attempt to put down the idea that the Universe had a beginning. Image: Fred Hoyle in 1963

Όμως ο Hoyle είχε ήδη φορτωμένο πρόγραμμα και τελικά ο Hawking ξεκίνησε την διατριβή του με τον Dennis Sciama. O Hoyle ήταν υπέρμαχος της θεωρίας της σταθερής κατάστασης και δεν παραδέχθηκε ποτέ την ιδέα της Μεγάλης Έκρηξης την οποία χαρακτήριζε «παπαδίστικη».

Η θεωρία της σταθερής κατάστασης, που διατυπώθηκε από τους Fred Hoyle, Hermann Bondi και Thomas Gold το 1948, παραδέχεται ότι το σύμπαν διαστέλλεται, αρνείται όμως ότι έχει μια αρχή. Η θεωρία παραδέχεται την συνεχή δημιουργία της ύλης εκ του μηδενός, και όχι την δημιουργία ολόκληρης της ύλης του σύμπαντος σε ένα μεμονωμένο γεγονός που συνέβη μόνο μια φορά στο παρελθόν.

Ο Hoyle συνήθως συσχέτιζε τις μελέτες του με το κοσμολογικό πρότυπο της σταθερής κατάστασης, και ερχόταν πάντα σε σύγκρουση με τους οπαδούς της Μεγάλης Έκρηξης – άλλωστε ο όρος Big Bang εισήχθη από τον ίδιο τον Hoyle για να υποτιμήσει τη θεωρία, την οποία χαρακτήριζε «καρτουνίστικη».

Μια τέτοια δημόσια αντιπαράθεση είχε και με τον Stephen Hawking το 1964, όταν o τελευταίος ήταν ακόμα υποψήφιος διδάκτορας.

Stephen Hawking with his wife Jane and children Tim, Robert, and Lucy in the early 1980s (Pic: Getty Images)

O Hawking αναφέρεται στο βιβλίο του «Stephen Hawking – Το χρονικό της ζωής μου», Εκδόσεις Τραυλός στην σύγκρουσή του με τον Fred Hoyle, ως εξής:

«… Έμαθα πως ο Χόιλ και ο Ναρλικάρ είχαν ήδη επεξεργαστεί την ηλεκτροδυναμική Γουίλερ-Φέινμαν σε διαστελλόμενα σύμπαντα και στη συνέχεια, διατύπωσαν μια χρονικά συμμετρική καινούργια θεωρία της βαρύτητας, την οποία παρουσίασε ο Χόιλ σε μια συνεδρίαση της Βασιλικής Εταιρείας, το 1964. Ήμουν στη διάλεξη και όταν ήρθε η ώρα των ερωτήσεων, είπα πως η επίδραση όλου του υλικού περιεχομένου σε ένα σύμπαν σταθερής κατάστασης, θα οδηγούσε στον απειρισμό των μαζών του. Ο Χόιλ με ρώτησε γιατί το είπα αυτό, και του απάντησα πως το είχα υπολογίσει. Όλοι νόμισαν ότι εννοούσα πως το είχα κάνει από μνήμης, την ώρα της διάλεξης, αλλά η αλήθεια ήταν ότι μοιραζόμουν ένα γραφείο με τον Ναρλικάρ και είχα ήδη διαβάσει ένα προσχέδιο της εργασίας τους, γεγονός που μου επέτρεψε να κάνω τους υπολογισμούς πριν από τη συνεδρίαση.

Ο Χόιλ έγινε έξω φρενών. Προσπαθούσε να στήσει ένα δικό του ινστιτούτο και απειλούσε να «την κάνει» κι αυτός στην Αμερική, αν δεν τον χρηματοδοτούσαν. Πίστεψε πως ήμουν βαλτός, για να σαμποτάρω τα σχέδιά του. Ωστόσο, πήρε το ινστιτούτο του και αργότερα μου πρόσφερε δουλειά, άρα, προφανώς, δεν μου κράτησε κακία …»

Το επεισόδιο αυτό περιγράφεται επίσης και στην ταινία του BBC με τίτλο «Hawking», με τον Hawking να ζητάει από τον Narlikar και να παίρνει την εργασία του Hoyle για να της ρίξει μια ματιά. Την εργασία αυτή θα παρουσίαζε την επομένη ο Hoyle στη συνεδρίαση της Βασιλικής Εταιρείας.